σκουραίνω — σκουραίνω, σκούρυνα βλ. πίν. 47 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σκουραίνω — σκούρυνα 1. αμτβ., γίνομαι σκούρος: Όσο μεγαλώνει, σκουραίνουν τα μάτια του. 2. μτβ., κάνω κάτι σκούρο. 3. μτφ., «Σκουραίνουν τα πράγματα», χειροτερεύει η κατάσταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υποπερκάζω — Α (για σταφύλι που αρχίζει να ωριμάζει) παίρνω ελαφρώς μαύρο χρώμα, αρχίζω να σκουραίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + περκάζω «μαυρίζω, σκουραίνω»] … Dictionary of Greek
ξανθύνομαι — (Α) [ξανθός] είμαι ή γίνομαι ξανθός, σκουραίνω … Dictionary of Greek
ορφνώνω — και ορφνώ, όω [ορφνός] 1. βάφω κάτι σκούρο, σκουραίνω 2. επιχρίω μεταλλική επιφάνεια με ορειχάλκινη σκόνη, ώστε να χάσει τη στιλπνοτητά της … Dictionary of Greek
υπερπερκάζω — Μ (για σταφύλια) παίρνω το μαύρο χρώμα τών ώριμων καρπών σε βαθμό μεγαλύτερο από το κανονικό, υπερωριμάζω, παραγίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + περκάζω «(για σταφύλια) παίρνω μαύρο χρώμα, σκουραίνω»] … Dictionary of Greek